συγχωροχάρτι — Λέγεται και συχωροχάρτι. Εκκλησιαστικό «γράμμα», που χορηγούσαν οι πάπες της Ρώμης για άφεση των αμαρτιών των πιστών, με την καταβολή ανταλλαγμάτων, που προορίζονταν για φιλανθρωπικούς κυρίως σκοπούς. Η παροχή των σ. ήταν συνηθισμένη στη… … Dictionary of Greek
συγχωρητήριος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγχώρηση ή αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγχωρητικός 2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητήριο η από την εκκλησιαστική αρχή παρεχόμενη έγγραφη άφεση αμαρτιών, συγχωροχάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγχωρώ + … Dictionary of Greek
συγχωρητικός — ή, ό / συγχωρητικός, ή, όν, ΝΑ [συγχωρῶ] αυτός που εύκολα συγχωρεί νεοελλ. 1. αυτός με τον οποίο παρέχεται συγχώρηση, συγγνώμη, συγχωρητήριος 2. το ουδ. ως ουσ. το συγχωρητικό το συγχωροχάρτι αρχ. αυτός που έχει τάσεις υποχώρησης, ενδοτικός.… … Dictionary of Greek
ψυχοχάρτι — το, Ν 1. σημείωμα στο οποίο έχουν γραφεί τα ονόματα τών νεκρών μιας οικογένειας, για να τά μνημονεύσει ο ιερέας κατά τη θεία λειτουργία, ώστε να συγχωρηθούν οι αμαρτίες τους 2. συγχωροχάρτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + χαρτί (πρβλ. συγχωρο χάρτι)] … Dictionary of Greek